Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφηλότης — ἐφηλότης, ἡ (Α) [έφηλος] λευκό στίγμα στο μάτι («καθὰ γὰρ ἡ ἐφηλότης λέγεται λευκότης ἐν ὀφθαλμῷ», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
ἐφηλότητα — ἐφηλότης white speck on the eye fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)